- απογεννημα
- ἀπογέννημαἀπο-γέννημα-ατος τό отпрыск, порождение Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπογέννημα — offspring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απογέννημα — το, ατος και απογεννίδι, το το τελευταίο παιδί μιας γυναίκας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπογεννημάτων — ἀπογέννημα offspring neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογεννήματα — ἀπογέννημα offspring neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογεννήματος — ἀπογέννημα offspring neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)